- κοσμογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cosmographique < γαλλ. cosmographie (< κοσμογραφία) + -ique. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.